αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών

Συγγραφή Χρυσάνθη Ανδρόνογλου

Ψυχολόγος Νεροψυχολόγος Ειδικός μαθησιακών δυσκολιών και συμβουλευτικής

July 20, 2014

Η αναγνώριση και η αποδοχή της ύπαρξης μαθησιακών δυσκολιών από την οικογένεια

Τα ουσιαστικότερα βήματα για την αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών είναι η αναγνώρισή τους και η αποδοχή τους από το οικείο περιβάλλον του παιδιού.
Σε περίπτωση που υπάρχει ιστορικό στην οικογένεια δυσκολιών πέραν του φυσιολογικού, ή μας έχουν ενημερώσει από το νηπιαγωγείο που παρακολουθεί το παιδί ότι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις δυσκολιών στον μαθησιακό τομέα, καλό είναι να γίνεται προληπτικά ένας έλεγχος σχολικής ετοιμότητας.
Εάν δεν έχουμε ιστορικό ή κάποιες ενδείξεις μαθησιακών δυσκολιών από την προσχολική ηλικία μπορεί ένα παιδί να παρουσιάσει δυσκολίες στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου. Θα πρέπει τότε να επιδιώξουμε να γίνει μία πλήρης νευροψυχολογική αξιολόγηση από κάποιον έμπειρο ειδικό προκειμένου να αποκλείσουμε την πιθανότητα ύπαρξης μαθησιακών δυσκολιών. Είναι πιθανό επίσης κάποιο παιδί να βιώνει στο σχολικό του περιβάλλον υψηλά επίπεδα άγχους που παρεμποδίζουν τις σχολικές επιδόσεις. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να διεξαχθεί και κλινικός έλεγχος ώστε να διακριβωθεί η πηγή των δυσκολιών που παρουσιάζει το παιδί.
Συχνά με τη διαπίστωση μαθησιακών δυσκολιών είναι δυνατό να προκληθεί άγχος και συναισθήματα άρνησης στην οικογένεια. Είναι κατανοητό ότι οι γονείς στενοχωριούνται για την οποιαδήποτε δυσκολία του παιδιού τους. Συχνά πιστεύουν εσφαλμένα ότι το παιδί τους είναι άρρωστο και ότι φέρουν ευθύνη για το ζήτημα που αντιμετωπίζει. Αυτό το γεγονός μπορεί να δημιουργήσει αστάθεια στην οικογένεια και τη σχέση του ζεύγους και να καθυστερήσει την έγκαιρη παρέμβαση. Πολλοί γονείς επίσης φοβούνται το κοινωνικό στίγμα σε ότι αφορά την αποκατάσταση του παιδιού.
Η άμεση και με ψυχραιμία αποδοχή της ύπαρξης των μαθησιακών δυσκολιών μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει τόσο για το ίδιο το παιδί όσο και την εύρυθμη λειτουργία της οικογένειας. Η ορθή ενημέρωση συμβάλλει εξαιρετικά προς αυτήν την κατεύθυνση.

Οι μαθησιακές δυσκολίες δεν είναι νόσος

Αυτό που πρέπει κυρίως να έχουμε στο νου μας είναι ότι το παιδί με μαθησιακές δυσκολίες δε νοσεί. Είναι διαφορετικό από τα άλλα παιδιά στον μαθησιακό τομέα όπως και σε τόσα άλλα πράγματα σε σχέση με τους συνομηλίκους του. Συνεπώς, δεν αναμένουμε να ‘γίνει καλά’ το παιδί, αλλά να αναπτύξει τις κατάλληλες στρατηγικές και να προσαρμοστεί σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο δεν απευθύνεται στις δικές του δυνατότητες.

Παράγοντες που επηρεάζουν την αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών

Για την αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τους ακόλουθους επτά παράγοντες:
i. Η μορφή της μαθησιακής διαταραχής
ii. Ο βαθμός της μαθησιακής δυσκολίας
iii. Η ηλικία του παιδιού
iv. Η ψυχοσύνθεση του παιδιού
v. Οι ιδιαίτερες δεξιότητες του παιδιού
vi. Η συνύπαρξη αναπτυξιακής ή άλλης νόσου
vii. Η οικογενειακή κατάσταση και η υποστήριξη από το οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον του παιδιού

Προϋποθέσεις και στόχοι της αντιμετώπισης των μαθησιακών δυσκολιών

Κάθε παιδί με μαθησιακές δυσκολίες αποτελεί μία ξεχωριστή και εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση. Συνεπώς, δεν εξαντλείται η αντιμετώπιση σε μία συγκεκριμένη συνταγή. Κατά ανάλογο τρόπο το κάθε παιδί έχει τους δικούς του χρόνους απόκρισης στη διαδικασία παρέμβασης. Αυτό σημαίνει ότι όταν μιλάμε για αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών μιλάμε για μία σύνθετη και συχνά αρκετά μακροχρόνια διαδικασία.
Ένας από τους βασικούς στόχους είναι να δημιουργηθεί ένα ευχάριστο αλλά και οριοθετημένο κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στο θεραπευτή που αναλαμβάνει την παρεμβατική διαδικασία και το παιδί. Το παιδί θα πρέπει να είναι θετικά κείμενο προς τον ειδικό προκειμένου να αποδεχτεί να συμμετάσχει στις δραστηριότητες του πλάνου παρέμβασης. Έργο και στόχος του ειδικού είναι να φροντίσει να αντιμετωπίσει το συναισθηματικό κομμάτι που συνοδεύει τις μαθησιακές δυσκολίες του παιδιού.
Το πλάνο παρέμβασης για τη βελτίωση των γνωστικών και σχολικών δεξιοτήτων του παιδιού πρέπει να δημιουργείται σε συνεργασία με τους γονείς οι οποίοι θα δίνουν σε συνεχή βάση όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν στο παιδί, τις δυσκολίες και τις ιδιαιτερότητές του. Πληροφορίες επίσης αντλούνται από την επαφή του ειδικού με το ίδιο το παιδί προκειμένου να διακριβώσει τις δυνατότητές του αλλά και τα σημεία που το εμποδίζουν. Το πλάνο συνεπώς θα πρέπει συνεπώς να εξυπηρετεί επακριβώς τις ανάγκες του κάθε παιδιού χωριστά και να επαναπροσαρμόζεται όποτε κρίνεται απαραίτητο από τον ειδικό, τους γονείς και το ίδιο το παιδί.
Βασική προϋπόθεση για μία επιτυχημένη αντιμετώπιση είναι η παράλληλη συμβουλευτική στους γονείς ώστε να ακολουθούν ανάλογες μεθόδους και στο σπίτι. Αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να μη μπερδεύεται το παιδί και να μη φέρει αντίρρηση συνεργασίας είτε με τους γονείς είτε με τον ειδικό. Εξίσου σημαντική είναι και η συνεργασία του σχολείου.

Η αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών δεν είναι φροντιστήριο

Συχνά υπάρχει η άποψη ότι τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες τεμπελιάζουν, με αποτέλεσμα να πιστεύουν οι γονείς ότι μία ενισχυτική διδασκαλία θα λύσει το πρόβλημα. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, καθώς σε αυτή την περίπτωση αυτό που αντιμετωπίζουμε στην πραγματικότητα είναι το να ανταπεξέρχεται ο μαθητής στις σχολικές του υποχρεώσεις ενώ αποκτά μεγάλη εξάρτηση από τους ενήλικες που τον περιβάλλουν για τη μελέτη τους. Παράλληλα δεν αντιμετωπίζονται με αυτόν τον τρόπο οι επιδόσεις του παιδιού στο σχολείο αλλά και η γενικότερη συμπεριφορά του. Θα πρέπει επίσης να έχουμε στο νου μας για τις περιπτώσεις ενισχυτικής διδασκαλίας ειδικών μαθημάτων ο διδάσκων να έχει εκπαιδευτεί στην αντιμετώπιση μαθησιακών δυσκολιών, ενώ είναι θεμιτό πάντα με γνώμονα τη συνολική βελτίωση του παιδιού να υπάρχει συνεργασία με τον ειδικό ψυχολόγο που συντονίζει το πλάνο παρέμβασης.
Το ζητούμενο όταν σκεπτόμαστε τους όρους αντιμετώπιση και παρέμβαση είναι το να αναπτύξει το παιδί τις δικές του δυνατότητες και στρατηγικές, τους δικούς του μαθησιακούς μηχανισμούς που θα το βοηθήσουν να ανταπεξέλθει όχι απλά στα στενά πλαίσια του σχολείου αλλά και στη ζωή του μετά από αυτό.

Ειδικό ή συμβατικό σχολείο;

Το ερώτημα αυτό απασχολεί τόσο τους γονείς όσο και τους ειδικούς. Η σύγχρονη τάση υπαγορεύει ότι εφόσον το παιδί δεν αντιμετωπίζει πέρα από τις μαθησιακές δυσκολίες και κάποια αναπτυξιακή ή άλλη νοσολογική οντότητα να εντάσσεται στο κανονικό σχολείο. Η επιχειρηματολογία ποικίλλει. Ήδη εξηγήσαμε ότι η περίπτωση κάθε παιδιού είναι πολύ ιδιαίτερη και ότι οι μαθησιακές δυσκολίες δεν εμφανίζονται στον ίδιο βαθμό σε όλα τα παιδιά που τις αντιμετωπίζουν. Συνεπώς, υπάρχει η πιθανότητα μία ειδική τάξη να είναι τάξη ‘πολλών ταχυτήτων’. Αυτό το γεγονός μπορεί να κρατήσει πιθανόν ένα παιδί σχετικά ‘πίσω’ στην πρόοδό του. Αντίθετα, στο κανονικό σχολείο και με την προϋπόθεση ότι το παιδί θα λαμβάνει βέβαια και την κατάλληλη παρέμβαση, θα είναι ενταγμένο σε ένα περιβάλλον που το ωθεί. Παρά το γεγονός ότι μπορεί να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια σε σχέση με τους συμμαθητές του, θα ενισχύσει τις ψυχολογικές του άμυνες αντιμετωπίζοντας την πρόκληση του να είναι διαφορετικό αλλά ίσο με τους συνομηλίκους του. Το έργο του ειδικού ψυχολόγου που παρακολουθεί το παιδί σε αυτόν τον τομέα είναι πολύ σημαντικό. Επίσης εξαιρετικά σημαντικό ρόλο τόσο η αντιμετώπιση του ίδιου του σχολείου απέναντι στο ζήτημα του παιδιού, όσο και ο/η εκπαιδευτικός της τάξης σχετικά με το πώς θα διαχειριστεί την ένταξη και την αποδοχή του παιδιού με μαθησιακές δυσκολίες από τους συμμαθητές του. Συνεπώς, λέμε ναι στο κανονικό σχολείο, με την προϋπόθεση ότι διερευνούμε το τμήμα στο οποίο θα ενταχθεί το παιδί με μαθησιακές δυσκολίες.